Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2009

Έπιασε η Αθώα τους Ευχή....

'Ηλθε κάποτε μια μέρα στο κόσμο, που ο ήλιος κουράστηκε πιά τον γαλάζιο ουρανό να φωτίζει, και τα σύννεφα δεν έφερναν νερό, κόπασε κι ο άνεμος κι η νύχτα έκρυψε στο σκοτάδι της τ'άστρα και τη Σελήνη. Το Πράσινο έπαψε πιά τη Γη μ'ελπίδα να στολίζει.. κι η Περσεφόνη φυλακισμένη έμεινε.. για χρόνια, στα φωτισμένα με λάμπες και φλόγες ευγενών αερίων του υποχθόνιου αφέντη της, τ'άδυτα παλάτια στον Άδη.
Κι έγινε κόλαση η ζωή.. και ράθυμος ο νους τ'ανθρώπου κι η φαντασία έσβησε.. σταμάτησε η τέχνη να δημιουργεί, κι η ποίηση δεν άνθιζε τα ρόδα της στο περιβόλι της ψυχής. Γέμισε ο ουρανός από σύννεφα μαύρου δύσοσμου καπνού στις πόλεις φύτρωναν κτήρια πανύψηλα από σίδηρο και μπετόν κι ο άνθρωπος.. θεός πίστεψε πως είναι, καθ'ομοίωση με τον Πατέρα και κατασκεύαζε ολημερίς, χωρίς σταματημό, άψυχες μηχανές και έστησε εργαστήρια εξερεύνησης του μυστηρίου της ζωής και αποθήκευε με αγωνία και λαιμαργία, αντί για σπόρους, χρήμα. Η γη έχασε την αξία της, θρηνεί γονατιστή η Δήμητρα γερασμένη, αγκαλιάζοντας τους τελευταίους καμμένους κορμούς των δέντρων, και τα ποτάμια στέρεψαν.. κι οι λίμνες θόλωσαν απ'τη λάσπη, και δεν καθρέφτισαν πιά τ'όμορφο πρόσωπο του Νάρκισσου. Λοιώνουν οι πάγοι.. αφιλόξενες και στείρες έμειναν οι θάλασσες κι οι ωκεανοί κρατούν με κόπο του Ποσειδώνα την οργή. Οι μούσες εγκατέλειψαν τον Όλυμπο, κρύφτηκαν κι οι νύμφες δραπέτευσε η Νεφέλη, οδύρεται στις έρημες χαράδρες η ηχώ, κι οι άγγελοι θρηνούνε, σιδερένια πουλιά τον θάνατο σκορπάνε. Άμυαλοι σκλάβοι-αφέντες της εύκολης δόξας και του πλούτου, παζαρεύουν με ύφος παντογνώστη την πολυεθνική πραμάτεια τους, μια δεκάρα η ηθική.. και η αξιοπρέπεια πωλείται στις εκπτώσεις.. γέμισαν οι αγορές.. από ξεπεσμένους άφραγκους πρίγκηπες, που χλευάζουν και λοιδορούν χαμένες δόξες.. κι εξουσίες, άπιστος και ύπουλος υπηρέτης το χρήμα, αλλάζει αφέντες συνεχώς. Μια μάνα γονατιστή παλεύει να σώσει το μονάκριβο παιδί της.. να το γαλουχήσει τολμάει με παλιά παραμύθια της γιαγιάς, πιό κει κρυμμένος ένας συγγραφέας.. να σώσει προσπαθεί το Λόγο, κι ένας ζωγράφος με ματωμένα χέρια απ'τη μπογιά, δακρυσμένος παλεύει να σώσει της ζωής την ομορφιά, σε μια ακτίνα ήλιου.. Σ'ένα υπόγειο μαζεύτηκαν καμιά δεκαριά παιδιά.. και ψάχνουν μ'ενα φακό από λείζερ... για να βρουν του Αλαντίν την λάμπα.. να κάνουν θέλουν μια ευχή.. το φως της αυγής να ξεπροβάλει και πάλι και το φεγγάρι το λαμπρό που τραγουδούσανε τα χρόνια τα παλιά, στα παραμύθια του παππού, χωρίς το φόβο.. τα σκλαβόπουλα. Μια αραχνιασμένη ακούρδιστη λύρα.. τους τραβάει την προσοχή, αρχίζουν να χαιδεύουν τις χορδές της κι ένοιωσαν τις νότες της χαράς, ξέχασαν τη λάμπα του Αλαντίν και άρχισαν δειλά να τραγουδάνε.. Ένα χαμόγελο απρόσμενης χαράς τα πρόσωπά τους φώτισε.. γεννήθηκε μέσα τους και πάλι η Ελπίδα.. έπιασε η αθώα τους ευχή!
ΚΑΛΗ ΣΑΣ ΝΥΧΤΑ!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ευχαριστώ για την επίσκεψη.
Grazie per la tua Gentilezza.

Lunapiena