Τρίτη 26 Απριλίου 2011


ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ

Λάμψε ήλιε πανύψηλε

της προπατορικής Ελλάδας,

λάμψε εδώ·

...σε τούτη τη στιφή αγκαλιά της στάχτης.

Λαβωμένο φως να λούσει

τη θρησκεία του σώματος

και την πικρή σου ανάμνηση, ήλιε.

‘Ηλιε βασάνισε τον ισκιερό κατήφορό της,

όπου πυρώνουν δόντια της παραφοράς,

όπου αναζούν οι καθαρές κινήσεις

των μαστών των πράσινων,

στην περιφέρεια του αδυσώπητου φιλιού,

στον κύκλο αυτής της τρομερής γυμνότητας.

Λ ά μ ψ ε Ήλιε.. των νεκρών ποιητών.


Αχτιδοφόρος ήλιος της Ελλάδας

είναι τώρα εδώ,

στον πείσμονα αρνητή της μαρτυρίας του χρόνου,

στον ηττημένο από τη μέθη του κακού παραμυθιού.

Πάνω στα κέρδη λάμπει τα πολύτιμα,

πάρα πολύ πικρά, που δεν υπάρχουν.


Ηλιε, λ ά μ ψ ε

Ήλιε της φανταστικής Ε λ λ ά δ α ς,

η πολυάνεμη,

η κόμη αυτή π ο λ υ ά ν ε μ η

που κατεβαίνει ως τις ρωγμές του σώματος

βαθύσκιωτη ανεμίζοντας,

σκεπάζει ένα κεφάλι λευτεριάς κι’ οδύνης.


Ω, καθάρισε

της ανηφορικής Ε λ λ ά δ α ς Ήλιε,

την άμπωτη τη σκοτεινή της νύχτας του αίματος,

τις ανεξήγητες φωνές των προπατόρων,

ω του θανάτου αχτίδα αστραφτερή

στέμμα βαρύ της μνήμης μου Ή λ ι ε,

πάνω σ’ αυτό το σώμα που μονάχο αμύνεται,

χλοερές κοιλότητες μα πέτρινα

τα μέλη, αστείρευτοι οι μηροί.

Λ ά μ ψ ε.. Ήλιε της νεκρής Ελένης.


Η σάρκα αποχαιρέτησε την έκσταση.

Αιώνια κύματα σαρώνουν την ασήκωτη καρδιά.

Σώμα έρημο περίλυπο μέσα στην κάψα του ήλιου·

κι’ εδώ στα δώματα η κραυγή

μυρίζει ακόμα τον έρωτα.

Γαρύφαλλα, γαρύφαλλα κηρύχνουν

άλλη μια φορά μια ματωμένη α ν ά σ τ α σ η.


Το πρόσωπο - αίνιγμα του πάθους ξαναγύρισε.

‘Η λ ι ε ,

λ ά μ ψ ε  Ήλιε των μηρών των ξάστερων

της ζωντανής Ελένης,

Ω, μετέωρο πνεύμα, δικαιοσύνη του φωτός

πυρπόλησε το κέντρο το νωπό

των τρομερών κοιλάδων

κι’ ας ζήσει μόνο ο Λ ό γ ο ς ο γυμνός

που ξέρει ποιες παραισθήσεις

ποια όνειρα.. ποιες αναμνήσεις αθεράπευτες

ποια δίψα.. μ’ έφερε ως εδώ,

τον έρωτα να δέσω

και το ποίημα τούτο το παράφορο

με την νεκρήν Ελένη



Τάκης Σινόπουλος

5 σχόλια:

  1. Περί προσώπου

    Τι σκέφτεσαι;
    Τι σκάβεις συνέχεια
    το πρόσωπό σου στον καθρέφτη;
    ...όπως η μέρα φεύγει
    ή κάποτε στη μνήμη
    ακούς τον ήχο των παρωχημένων.
    Τόσα χρόνια περπατάς,
    ονειρεύεσαι στο ίδιο κορμί.
    Στο ίδιο σκοτάδι τη νύχτα χωνεύεις.
    Μα απόψε, τα σημάδια
    που ψάχνεις και βρίσκεις,
    απ΄ το πρόσωπο πέφτει ο ασβέστης
    και το πρόσωπο τρίζει.

    Τάκης Σινόπουλος..
    από τις «ΠΕΤΡΕΣ» (1972)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Το ταξίδι

    Στα σπλάχνα μου υπάρχει τώρα ένας μύλος,
    αλέθει το σκοτάδι της ηλικίας μου
    και δε σου λέω για τις φωνές
    ...που περπατάνε στο μυαλό,
    μήτε για κείνο το ποτάμι
    που περάσαμε προχτές και τα νερά του
    πλημμυρίζοντας από παντού τη μνήμη
    – εσύ, κοιμόσουν και κυλήσανε
    χιλιάδες χρόνια που σε κράταγα
    κι ήμουν φτωχός και παγωμένος
    και κουράστηκε, ξεράθηκε το χέρι μου
    -ή ξαφνικά ένα τίναγμα
    στο κατακάθι της ψυχής,
    τι γύρευα, τι κράταγα από σένα;

    Τάκης Σινόπουλος..
    από τις «ΠΕΤΡΕΣ» (1972)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ΑΝ

    Απ’ το πρωί ο ά ν ε μ ο ς
    ξεκάρφωνε τον ουρανό.
    Απ’ το πρωί ο ή λ ι ο ς
    ...κάπνιζε ανάμεσα στα ερείπια.
    Αν το πρόσωπό σου,
    το πρόσωπο ασπίδα.
    Και το σύννεφο εκείνο
    κι ο τόπος τοπίο,
    και τα μάτια σου στρέφοντας ξαφνικά
    δεν είχαν σκοτώσει την εικόνα
    που κοίταζαν λίγο πιο πριν.
    Αν το χέρι σου ήταν.
    Αν τα μάτια σου.
    Αν το χέρι σου.
    Αν η λέξη που πήγες να πεις.
    Λοιπόν όλη τη μέρα ο άνεμος.
    Όλη τη νύχτα..
    οι στάχτες της φωτιάς σου.

    Τάκης Σινόπουλος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Α π ο λ ο γ ι σ μ ό ς

    Τι μας περίσσεψε απ΄ το σκηνικό;
    Το κάθισμα και τ΄ άλλο κάθισμα,
    η απότομη στροφή του αέρα.
    ...Ή, ας πούμε, ο μακαρίτης ήλιος
    με τα τζάμια του και τα πουλιά του.
    Πως προχωρούμε και συγκατανεύουμε,
    Ναι, θα συναντηθούμε κάποτε,
    θα σε θυμάμαι….
    Ο,τι μετακινείται,
    ό,τι περνάει δίχως ν΄ ακούγεται,
    μόλις ακούγεται μέσα στις λέξεις.
    Μεταστροφές, επαναλήψεις,
    χάσματα, η παραίτηση,
    προπάντων η παραίτηση.
    Εκείνο που έφυγε δίχως να φύγει,
    ο τοίχος ανασαίνει,
    η π έ τ ρ α έχει σ κ ι ά,
    τ΄ αγκάθι έχει φεγγάρι,
    ο φτωχός θησαυρός απροστάτευτος
    απ΄ τα δόντια του δάσους,
    Η μικρή ξεχασμένη κοιλάδα
    στη σκάφη της σ ι ω π ή ς,
    με μια στάλα μαύρο νερό.
    Τι νομίζεις λοιπόν….
    πως μας έχει απομείνει;

    Τάκης Σινόπουλος..
    από τις «ΠΕΤΡΕΣ» (1972)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Είναι βαρύ το φορτίο μας φίλε,

    είναι συνειδητής επιλογής ο δρόμος μας

    και δεν χωράν παλινδρομήσεις

    στην ανατολή του Ήλιου..

    μόνο τα βήματα μας συχνά βαραίνουν,

    βαραίνουν σύντροφε… κι αργοπορούμε.


    Τάκης Σινόπουλος

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Ευχαριστώ για την επίσκεψη.
Grazie per la tua Gentilezza.

Lunapiena